Τρίτη 5 Μαΐου 2020

ΜΙΑ ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΚΕΡΑΣΙΑ



« Ήταν η κερασιά, εκείνο το δέντρο στα σύνορα του χωραφιού. Ήταν κι ένα αστέρι που τρεμόσβηνε στ’ ουρανού το ματοτσίνορο.
 Μια νύχτα, η κερασιά άπλωσε τα κλαδιά της στον ουρανό κι αναστέναξε βαθιά. 
Το αστέρι την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε. Κι όλες οι νεράιδες και τα ξωτικά πιαστήκανε από τη φούστα της νύχτας και χορεύανε. Κι όλοι οι βοριάδες κι οι νοτιάδες πήρανε φυσαρμόνικες και τραγουδούσανε.
 Όλοι οι βοριάδες κι οι νοτιάδες, κι οι ζέφυροι και οι γαρμπήδες […] Και κράτησε το γλέντι 
ως το ξημέρωμα, ώσπου φάνηκε ο Αυγερινός στη ρουγόπορτα του ουρανού.

Αύριο πάλι, έγνεψε με τα κλαδιά της η κερασιά.
Αύριο πάλι, έγραψε μ' ολόχρυσα γράμματα
τ’ αστέρι στον ουρανό […] »

Αλκυόνη Παπαδάκη, Το Χρώμα του Φεγγαριού (απόσπασμα ελαφρά διασκευασμένο)